λέγνος

λέγνος
λέγνος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἄνανδρος, σῑτος ὁ μὴ ἁδρός».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιγνός — η, ό (Μ λιγνός, ή, όν) λεπτός, ισχνός, αδύνατος μσν. 1. μακρόστενος 2. (για πλοίο) αυτό που έχει λεπτό σκαρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέγνος] …   Dictionary of Greek

  • φοινικόλεγνος — ον, ΜΑ (ως προσωνυμία τού πτηνού πηνέλοψ*) αυτός που έχει πορφυρές ταινίες στο πτέρωμά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), φοίνικος «το πορφυρό χρώμα» + λεγνος (< λέγνον «παρυφή υφάσματος»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”